- μεσοκύνιον
- μεσοκύνιον, τὸ (Μ)το κατώτερο μέρος τού ποδιού τού ίππου και άλλων ζώων κοντά στην οπλή.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένο τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσοκύνιος (< μεσ[ο]-* + κύων), πρβλ. μετα-κύνιον, παγ-κύνιον].
Dictionary of Greek. 2013.